- περικειμένης
- περίκειμαιlie round aboutperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)περίκειμαιlie round aboutpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облежати — ОБЛЕЖ|АТИ (14), ОУ, ИТЬ гл. 1.Окружать, располагаться вокруг чегол.: и приде Стш҃ѧ и Путѧта. авгу(с) въ •е҃• д҃нь Дв҃довы(м) воемъ ѡблежащи(м) гра(д). в полуд҃нье Дв҃дови спѧщю. и нападоша на нь. и почаша сѣчи. ЛЛ 1377, 91 об. (1097). 2. Быть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… … Dictionary of Greek
σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek